Αρτοποιοί & αρτεργάτες

Του Νίκου Τρ. Κακαϊδή

Με την αρτοποιία είναι στενά συνδεδεμένο το Δεσποτικό,  όπως και πολλά άλλα χωριά της Ηπείρου. Οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στην Τουρκοκρατία, ο μικρός κλήρος γης και το άγονο έδαφος ήταν μερικές από τις αιτίες, που ανάγκασαν πολλούς από τους κατοίκους του να μεταναστεύσουν σε άλλες πιο πλούσιες περιοχές και να ασχοληθούν με το επάγγελμα αυτό. Κυρίως η Αθήνα και ο Πειραιάς δέχτηκε τους περισσότερους.

Εργατικοί και νοικοκύρηδες, καθώς ήταν, κατορθώνουν να προκόψουν γρήγορα. Ήδη από τα τέλη του περασμένου αιώνα λειτουργούν στο λεκανοπέδιο αρκετοί φούρνοι. Έτσι έβρισκαν αποκούμπι οι νέοι που έφευγαν  από το χωριό για αναζήτηση καλύτερης τύχης. Βέβαια οι συνθήκες δουλειάς ήταν σκληρές. Συνήθως κοιμούνταν πάνω στα τσουβάλια των αλεύρων ή σε πατάρια. Αν υπήρχε κανένα καμαράκι, αυτό ήταν για τον αρτοποιό και την οικογένειά του. Ξυπνούσαν στις 3 το πρωί και τους περίμεναν οι συνηθισμένες εργασίες: άναμμα φούρνου, ζύμωμα, ψήσιμο.

Οι σχέσεις αρτοποιού και αρτεργατών δεν ήταν πάντα ρόδινες. Κύριος λόγος προστριβών η αμοιβή. Οι πιο ικανοί τεχνίτες πληρώνονταν με την οκά, οι άλλοι «ξεκοπή», πράγμα που σήμαινε τη συμπίεση του μεροκάματου προς τα κάτω.

Πάντως το Ταμείο Αρτεργατών που ιδρύθηκε το 1929 αρκετά χρόνια πριν το ΙΚΑ ήταν εύρωστο οικονομικά. Δικαιολογημένα λοιπόν εκείνη την εποχή όποιος είχε «βιβλιάριο» αρτεργάτη ήταν και περιζήτητος γαμπρός στο χωριό.

1935 Δεσποτικιώτης αρτεργάτης διανέμει ψωμί στον Πειραιά.

Προπολεμικά υπήρχαν στην πρωτεύουσα και τον Πειραιά 15 περίπου ιδιόκτητο ή μισθωμένοι φούρνοι από Κρετσουνιτσιώτες. Αναφέρουμε μερικούς αρτοποιούς: Γιώργος Λέντζος, Χρίστος Κακαϊδής, Παναγιώτης Καξήρας, Ιωάννης Πασχίδης, Χρήστος Ντούπης, Λάζαρος, Θεοχάρης και Ευάγγελος Κακαϊδής, Χρήστος Ανδρέου, Κώστας Κρεμμύδας, Γρηγόρης Τόλης.

Τις ώρες της σκόλης το στέκι των αρτοποιών ήταν το καφενείο του Ζώη και των αρτεργατών το καφενείο του Μελά, που βρίσκονταν και τα δύο κοντά στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά.

Και σε άλλα μέρη της χώρας λειτουργούσαν φούρνοι χωριανών. Στο Αίγιο του Κώστα Σιόγκα, στη Θεσσαλονίκη του Δημητρίου Λ. Κακαϊδή, στην Κομοτηνή οι μύλοι του Ηλία Χαλιγιάννη, στα Γιάννενα ο φούρνος του Δημήτριου Οικονόμου. Ιδιαίτερα στον τελευταίο έβρισκαν φιλόξενο κατάλυμα, όσοι πήγαιναν για δουλειές στα Γιάννενα ή έφευγαν για την Αθήνα ή επέστρεφαν στο χωριό. Η μακαρίτισσα γυναίκα του Σοφία αγρυπνούσε για να δώσει κουβέρτες σε όσους ξεπέζευαν και ακούραστη σηκώνονταν τα χαράματα, για να τους ψήσει στη φωτιά ζεστό καφεδάκι.

Από τη συνδικαλιστική δράση των Δεσποτικιωτών

Το 1968 ήταν σταθμός για την αρτοποιία. Μέχρι τότε οι άδειες για φούρνους δίνονταν με το σταγονόμετρο και φυσικά στοίχιζαν υπέρογκα ποσά. Από τότε οι διαδικασίες γίνονται πιο εύκολες και δίνεται η δυνατότητα σε πολλούς αρτεργάτες με μικρά κεφάλαιο να μεταπηδήσουν στην τάξη των αρτεργατών. Επίσης, ενώ μέχρι τότε η επιχείρηση ζούσε μόνο από το ψωμί, τα ψηστικά, τα παξιμάδια και τα κουλουράκια από τη  χρονιά εκείνη δίνεται η άδεια να πουλούν αναψυκτικά, ποτά και είδη ζαχαροπλαστικής, γεγονός που αυξάνει τον κύκλο των εργασιών και προσπορίζει όχι ευκαταφρόνητα κέρδη.

Σήμερα στην Αθήνα και στον Πειραιά υπάρχουν πάνω από 35 φούρνοι (μισθωμένοι ή ιδιόκτητοι), που διευθύνουν Δεσποτικιώτες. Συνεχίζουν πλέον κληρονομικά μια μακρόχρονη συντεχνιακή ηπειρωτική παράδοση. Με τη βοήθεια σχεδόν όλων των μελών των οικογενειών τους, εργάζονται ακούραστα και προχωρούν το δρόμο της προκοπής και της προόδου.