Με διονυσιακό τρόπο και ένα ιδιαίτερο τοπικό χρώμα γιορτάζονταν οι Απόκριες στο χωριό. Τις μέρες αυτές αρκετοί νέοι και νέες ντύνονταν «μασκαράδες».
Οι μεταμφιέσεις που κυριαρχούσαν ήταν της νύφης, του γιατρού, του νοσοκόμου, του γέρου και της γριάς. Το ρόλο του χαρτοπόλεμου είχε η στάχτη, φυλαγμένη σε λεπτό ύφασμα, που έβγαινε από αυτό, μόλις ακουμπούσε το “θύμα” των μασκαρεμένων.
Γυρνούσαν με τη σειρά σ΄ όλα τα σπίτια πίνοντας, τραγουδώντας και χορεύοντας και μετέδιδαν το κέφι με τα έξυπνα πειράγματα και τα κωμικά του καμώματα.
Οι νοικοκυρές παράβγαιναν η μια την άλλη στις γευστικές πίτες. Την Κρεατινή έφτιαχναν κρεατόπιτα και την Τυρινή τυρόπιτα.
Την τελευταία αυτή μέρα της Αποκριάς γίνονταν και η «χάψα». Ένα βρασμένο αυγό δένονταν από την άκρη ενός σκοινιού, που πριν είχε προσαρτηθεί σ΄ ένα μακρύ ξύλο. Ο μεγαλύτερος της οικογένειας το περιέφερε από όλα τα στόματα, μικρών και μεγάλων. Ο νικητής θα έπρεπε να χάψει όλο το αυγό. Αυτό όμως δεν ήταν και τόσο εύκολο. Απαιτούσε προσπάθεια και επιτηδειότητα. Ωστόσο οι συσπάσεις του προσώπου και η όλη προσπάθεια ήταν τόσο κωμική, ώστε από μόνη της προκαλούσε αυθόρμητο και άφθονο γέλιο.
Το βράδυ της ίδιας μέρας όλοι οι κάτοικοι πήγαιναν στις «μπράντζες». Έτσι έλεγαν τις φωτιές που άναβαν στις διάφορες συνοικίες. Από αρκετές μέρες πριν πήγαιναν στο λόγγο, για να κόψουν κέδρα και ζιλινιές για την ετοιμασία της. Υπήρχε συναγωνισμός για το ποια γειτονιά θα έφτιαχνε την καλύτερη σε εμφάνιση και μεγαλύτερη σε διάρκεια φωτιά. Τέτοιες φωτιές άναβαν στις συνοικίες Χαλκιάδες στην κόντρα του Παπατέλη, στους Προβατάδες στο προαύλιο του Αγίου Νικολάου, στο Μεσοχώρι μπροστά από το ιατρείο του Λώλη. Η μεγαλύτερη όμως μπράντζα άναβε στο Τσιφλίκι, δίπλα από τον Άγιο Νικόλαο.
Το βράδυ, αφού πρώτα συγκεντρώνονταν όλοι οι κάτοικοι, άναβαν τη μπράντζα ταυτόχρονα από διαφορετικά σημεία. Σε λόγο οι πύρινες γλώσσες της φωτιάς έφταναν ψηλά και αναδίνονταν στην ατμόσφαιρα η ευωδιαστή μυρωδιά του καμένου κέδρου. Όταν υποχωρούσε, την τροφοδοτούσαν με νέα ξύλα από τη στοίβα, που υπήρχε εκεί κοντά.
Οι κοπέλες του χωριού ντυμένες με τα τοπικές ενδυμασίες άρχιζαν το χορό γύρω από τη φωτιά, τραγουδώντας τοπικά παραδοσιακά τραγούδια. Στην αρχή του χορού πιάνονταν οι πιο ηλικιωμένες και καλλίφωνες πρωτοχορεύτριες. Τραγουδούσαν εκείνες ένα στίχο και τον επαναλάμβαναν ρυθμικά και ομαδικά οι υπόλοιπες. Τέτοιες παλιές πρωτοχορεύτριες ήταν η Ζιαμπόκω, η Ελένη Β. Μπέη, η Πολυξένη Μάνου, η Μαρία Μ. Τσιτούνη και η Σάββα Αυγέρη.
Εκτός από τα παλιά δημοτικά τραγούδια ακούγονταν και αποκριάτικα σκωπτικά. Παραθέτουμε ένα τέτοιο.
Τώρα τις Απόκριες που χορεύουν
οι γριές σαν κατσικοκοπριές
που χορεύουν κι οι γερόντοι
σαν οι γάιδαροι στ΄ αλώνι
Επίσης ειδικά εκπαιδευμένα άτομα χόρευαν τραγούδια με μιμητικές κωμικές κινήσεις. Μερικά τέτοια ήταν: «πως στουμπίζουν το πιπέρι του διαόλου οι καλογέροι», «ο γανωτζής», «η νύφη». Και το γλέντι γύρω από την μπράντζα συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση μέχρι τις πρωινές ώρες.
Τέλος την Καθαρά Δευτέρα έθαβαν τα καρναβάλια κοντά στον Άγιο Αθανάσιο του Πύργου ή στην Αγία Παρασκευή στο Τσιφλίκι.