του Φιλόλογου Καθηγητή, Νίκου Τρ. Κακαϊδή.

Αρχαιότητες

Σε διάφορα σημεία του χωριού υπάρχουν λείψανα αρχαίων οικισμών και τειχών.

Στην εκκλησία της Παναγίας Ν.Α. του χωριού, λίγο πιο κάτω από τις Γούβες, στα Γκουβρίνια, ανατολικά του Παλιόκαστρου – στην πλάγια του λόφου, στου Κύρκα τ’ Αλώνι νότια του Αϊ Λιά του βουνού, στη θέση Πάγκαλη Ν.Α του Αγίου Γεωργίου, στην Αγία Παρασκευή του Πύργου, στα Χρήματα νότια του Αγίου Αθανασίου του Πύργου και στα Παλιόσπιτα νότια της συνοικίας Τσιφλίκι.


Εγχώριες πηγές μας ανέφεραν ότι το 1906 πουλήθηκε σε Άγγλο στην Κέρκυρα από αμαθή κάτοικο του χωριού ένα ορείχαλκο άγαλμα πιθανόν του Ποσειδώνα ύψους 0,50 μ περίπου που βρίσκεται σε μουσείο στο Λονδίνο και ότι στη θέση Μακρή ΝΔ της συνοικίας Αμυγδαλιά βρέθηκε παλιός τάφος.

Άξια ενδιαφέροντος είναι η νομισματική συλλογή του Δ. Β. Κακαϊδή που είναι καταγεγραμμένη από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηπείρου. Περιλαμβάνει νομίσματα Μαρωνείας (5ου αι. π.Χ ), Λαρίσης (400 π. Χ), απειρωτάν, άσημα, Τραϊανού, Κόμμμοδου, Γαλλιηνού, Διοκλητιανού, Μ. Κωνσταντίνου, Κώνσταντος Α΄ και Β΄, μεταγενέστερα βυζαντινά, Βενετίας, Ιονίου Πολιτείας, τουρκικά και νεώτερα ευρωπαϊκά. Τα ευρήματα αυτά πιστοποιούν την αδιάκοπη συνέχεια της ζωής του χωριού στο προσκήνιο της ιστορίας.

Η Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδος

Μηδαμινές είναι οι πληροφορίες που έχουμε για τη ρωμαϊκή περίοδο. Ασφαλώς και το Ίλιο που άκμαζε, θα πρέπει να γνώρισε την καταστροφική μανία του Αιμίλιου Παύλου (167 π.Χ), για να υπαχθεί αργότερα ολόκληρη η Ήπειρος στο Ρωμαίο Διοικητή της Μακεδονίας (146 π.Χ).


Περισσότερες πηγές υπάρχουν για τα βυζαντινά χρόνια. Κατά το μεσαίωνα η Γκριτσούνιστα ή Κρετσούνιτσα ήταν μια μεγάλη πόλη. Αριθμούσε 6.000 οικογένειες και 70 εκκλησίες, από τις οποίες σώζονται οι 25 σήμερα.


Ο Ιουστινιανός μετά τις επιδρομές των Ούνων και Σλάβων του Τωτίλα (552) ανακαίνισε την πόλη και ύψωσε ακρόπολη, όπως μαρτυρούν και τα ερείπια στη συνοικία Πύργος.


Όπως μαθαίνουμε από τον Προκόπιο στο «Περί κτισμάτων» ο Ιουστινιανός ενδιαφέρθηκε πολύ για την ασφάλεια της Ηπείρου. Ίδρυσε συνολικά 44 νέα φρούρια και επισκεύασε 50 παλιά. Κανένα όμως από αυτά δεν μπορεί να ταυτιστεί με την Κρετσούνιστα, που πιθανόν να είχε κάποιο άλλο όνομα εκείνη την εποχή.


Η προφορική παράδοση αναφέρει ότι στην εκκλησία της Παναγίας, που γιορτάζει την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής και βρίσκεται δυτικά της συνοικίας Αμυγδαλιά, υπήρχε στα παλιά χρόνια έδρα επισκοπής που εκπαίδευε και ιερείς. Ο ναός ονομάζεται από τους ντόπιους «Επισκοπή» και η βάση στο ιερό δείχνει ότι πρόκειται για μια παλιά εκκλησία πάνω στην οποία χτίστηκε η νεότερη.


Οι επιδρομές των Σλάβων και Ούνων που ακολούθησαν κατέστρεψαν την παλιά πόλη, για να ξαναχτιστεί περί το 10ο αι. Τα γεγονότα αυτά οδηγούν τον Π. Αραβαντινό να ετυμολογήσει τη λέξη Κρετσούνιστα ή Γκριτσούνιστα από τις ρίζες Γκραικ – Ούνοι. Στο έργο του «Χρονογραφία της Ηπείρου» αναφέρει τα εξής χαρακτηριστικά: «εικάζομεν ότι ενωκίσθη το πολίχνιον ή η πόλις αύτη υπό Ούνων εγκραικισθέντων ή υπό Ούνων και Γραικών».


Η πόλη άκμασε ξανά μέχρι τον 11ο και 12ο αι. αν και είχε υποφέρει από αλβανικές επιδρομές. Αριθμούσε 700 οικογένειες, αλλά πάνω από τις μισές αποχώρησαν στην Ευρώπη «απαίσια προοιωνιζόμενοι» κατά τον Ι. Λαμπρίδη.

Περίοδος Δεσποτάτου Ηπείρου (1204 1431)

Στα χρόνια των Δεσποτών της Ηπείρου το φρούριο της Κρετσούνιστας ήταν αξιόλογο. Απέκρουε τα διάφορα αλβανικά στίφη που απειλούσαν το Δεσποτάτο με κατάλυση.
Περί τα μέσα του ΙΔ΄ αι. μεγάλες καταστροφές γνώρισε η Ήπειρος από την εισβολή των Σέρβων του τσάρου Στέφανου Δουσάν, που την κατέλαβε. Ήταν όμως μεγάλη η ερήμωση της περιοχής ώστε ο διάδοχος του Συμεών Ουρώς αναγκάστηκε να την εποικήσει με ελληνικούς πληθυσμούς από τη Μακεδονία και κυρίως από την Αιτωλοακαρνανία. Ολόκληρη η Ήπειρος διαιρέθηκε σε σερβικά τιμάρια, μέσα στα οποία ιδρύθηκαν νέα χωριά και σε αρκετά από αυτά δόθηκαν σερβικά ονόματα.

Κατά τον Χρ. Χρηστοβασίλη η Κρετσούνιστα πήρε το όνομά της από το Σέρβο φεουδάρχη της που λέγονταν Κρετσούνις και κατοικήθηκε τότε από πληθυσμό διαφορετικής προέλευσης, όπως φαίνεται και από τα ονόματα των συνοικισμών της που σώζονται μέχρι σήμερα: Πύργος, Προβατάτες, Χαλκιάδες. Επίσης η Κρετσούνιστα αναφέρεται και στο Χρονικό των Ιωαννίνων, που είναι πιο γνωστό σαν χρονικό των μοναχών Κομνηνού και Πρόκλου. Το καστέλι (κάστρο) της μαζί με εκείνα της Βελτσίστας, Δραγουμής και Αραχωβίτσας κατέλαβε το 1380 ο Σέρβος Δεσπότης των Ιωαννίνων Θωμάς Πρελούμπος (1367-1385) μετά τη νίκη του συμμάχου του Αλβανού αρνησίθρησκου Ισμαήλ εναντίον των αλβανικών φύλων Μαζαρακαίων και Ζενεβισαίων. Στα χωριά αυτά ο Πρελούμπος εγκατέστησε δικούς του άρχοντες Κεφαλάδες και Ζουπάνους.
Τη σερβοκρατία διαδέχτηκε νόθο ελληνικό Δεσποτάτο που καταλύθηκε από του Τούρκους (1431).

Η Τουρκοκρατία (1431-1913)

Το 1431 στα χρόνια του Μουράτ Β΄ οι Τούρκοι με επικεφαλής τον Σινάν πασά, κατέλαβαν με συνθήκη τα Ιωάννινα. Το Ζαγόρι και Κουρεντοχώρια προσκύνησαν. Η Κρετσούνιστα και τα χωριά των περιοχών αυτών βρέθηκαν κάτω από την προστασία της βασιλομήτορος. Διώχτηκαν οι τιμαριούχοι που υπήρχαν και δόθηκαν προνόμια. Απολάμβαναν αυτονομία και ελεύθερη δημοτική αυτοδιοίκηση. Ωστόσο πλήρωναν φόρο στη βασιλομήτορα, κεφαλικό και προβατονόμιο. Το καθεστώς αυτό κράτησε για δυο τουλάχιστον αιώνες, με αποτέλεσμα η Κρετσούνιστα που είχε τότε πάνω από 300 οικογένειες να ακμάσει. Εθεωρείτο μεταξύ των περιχώρων της ως πρωτεύουσα.

Πολλοί Αλβανοί που βρίσκονταν στο χωριό ασπάσθηκαν το μωαμεθανικό θρήσκευμα και σιγά-σιγά εγκαταστάθηκαν 60 οικογένειες Μωαμεθανών στη συνοικία Μετσιοβίκου, που μετονομάστηκε αργότερα σε Τσιφλίκι. Κατά τα έτη 1681-1693, σύμφωνα με τον Ι. Λαμπρίδη, άρχισαν να εκποιούν τις ιδιοκτησίες τους και να εγκαθίσταται μόνιμα στα Ιωάννινα, Άρτα, Βοστίνα (Πωγωνιανή). Ο λόγος της μετοικεσίας δεν είναι τελείως ξεκάθαρος. Ενδέχεται όμως ύστερα από προτροπή των μοναχών της μονής Πατέρων, να τους παρενοχλούσαν ένοπλα Χριστιανικά τμήματα, όπως έγινε και με τους Τούρκους του Λίθινου.

Την ίδια περίπου εποχή (1682-1715) στη Σχολή Γκιούμα στη Γιάννενα λάμπει το άστρο του Κρετσουνιτσιώτη Δάσκαλου του Γένους παπά-Γιώργη Σουγδουρή. Αποτελεί μια σημαντική παρουσία στο χώρο της Παιδείας στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.

Η απόπειρα εξωμοσίας του χωριού και ο Κοσμάς Αιτωλός

Σύμφωνα με τον Χρ. Χρηστοβασίλη γύρω στα 1750 Αλβανοί εξωμότες προσπάθησαν με τη βία να στρέψουν στο Μωαμεθανισμό τους Χριστιανούς της περιοχής των Κουρεντοχωρίων.
Ένας αρχηγός τους, ο Τζαφέρ εξώμοσε τη συνοικία του χωριού Τζέφρου, που μέχρι τις μέρες μας φέρει το όνομά του. Ένας άλλος Αλβανός, ο Γιαννούς Αλής επικεφαλής 12 Λιάπηδων έκανε τσιφλίκι του τη συνοικία του χωριού και σήμερα ονομάζεται Τσιφλίκι, έχτισε οχυρωμένη κατοικία («Κούλα») για ασφαλή διαμονή του, λουτρώνα στη θέση όπου υπάρχει η πηγή «Λουτρό» και βρύση που φέρει το όνομα του «Νούσαλη». Σαράντα συνολικά σπίτια τούρκεψαν, ενώ χτίστηκε και τζαμί. Ίσως να τούρκευε όλη η επαρχία Κουρέντων, αν δεν παρουσιάζονταν μερικά χρόνια αργότερα ο ισαπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός.


Ο Εθναπόστολος και άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός επισκέφτηκε το χωριό σε μια από τις περιοδείες του το 1775. Δεκαπέντε ημέρες κάθισε στην Κρετσούνιστα. Εκφώνησε την ομιλία του αφού ανέβηκε στην «κόντρα» που βρίσκεται και σήμερα στην ίδια θέση δίπλα στο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων, όπως αναφέρει η παράδοση άφησε τα τσαρούχια του και οι πιστοί έριχναν μέσα σ’ αυτά τον οβολό τους. Μετά το τέλος της ομιλίας του, ο άγιος όρισε μια επιτροπή από τους κατοίκους, τους έδωσε όλα τα χρήματα για να χτιστεί εκκλησία και στη συνέχεια ο ίδιος χάραξε τα όρια της. Η εκκλησία αυτή είναι ο κεντρικός ναός της Αγίας Τριάδας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η προφητεία του. Ατενίζοντας τον Κασιδιάρη είπε ότι: «Αυτό το βουνό θα σώσει πολλές ψυχές».


Η παρουσία του Κοσμά του Αιτωλού στο χωριό συνδέεται και με ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός. Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του, ο άγιος συγκάλεσε τους πρόκριτους της Κρετσούνιστας Ντούπη, Μπόλο, Σιαμούτα, Κολοκύθα, Μούζιο και τους συνέστησε να φονεύσουν τους εξωμότες της Τζέφρου και τον Γιαννούς Αλή με τους οπλοφόρους του. Επειδή όμως οι Κρετσουνιστιώτες είχαν αφοπλιστεί από τους εξωμότες, του απάντησαν ότι ήταν αδύνατο το εγχείρημα αυτό. Γι΄ αυτό ο άγιος πήγε στο ηρωικό Σούλι και ζήτησε 50 οπλισμένους άνδρες, για να εξολοθρεύσουν τους εξωμότες. Οι Σουλιώτες ανταποκρίθηκαν στην έκκληση και έστειλαν τη φάρα των Ζουλαταίων, που αριθμούσε τότε 46 τουφέκια με επικεφαλής το Φώτη Ζουλάτη.


Στρατοπέδευσαν προσωρινά στην Τσερκοβίστα και περίμεναν να δοθεί η αφορμή για επέμβαση, που δεν άργησε. Οι Μωαμεθανοί της Τζέφρου εμίαναν την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, σκοπεύοντας να εξαναγκάσουν όλους τους κατοίκους να εξισλαμιστούν. Στις κρίσιμες αυτές ώρες επέδρασε ο Φώτης Ζουλάτης με τα παλικάρια του τη νύχτα του Μεγάλου Πάσχα και κατέσφαξε πρώτα τον Γιαννούς Αλή με τους οπαδούς του και στη συνέχεια όλους τους εξωμότες της Τζέφρου. Το σκληρό αυτό γεγονός ανάγκασε όλους του Μωαμεθανούς των 84 χωριών των Κουρέντων να εγκαταλείψουν πανικόβλητοι τα σπίτια τους και να καταφύγουν για ασφάλεια στα Γιάννινα, που ήταν η έδρα του Γεν. Διοικητή της Ηπείρου Ασλάν Πασά, του επονομαζόμενου «καλού» για τη μεγάλη του καλοσύνη. Αμέσως τότε οδηγήθηκαν μπροστά του δέσμιοι όλοι οι ενήλικες Κρετσουνιστιώτες. Ο πασάς είτε επειδή πείστηκε για την αθωότητα τους είτε επειδή συγκινήθηκε από τα μοιρολόγια και τις ικεσίες των γυναικών, μητέρων, θυγατέρων και αδελφάδων που τους συνόδευαν, τους απελευθέρωσε όλους, πιστοποιώντας την προσωνυμία καλός, που του είχε δοθεί από το λαό.

Οι Ζουλαταίοι αφού εκπλήρωσαν στο έπακρο την αποστολή τους, ήταν έτοιμοι να επιστρέψουν στους ηρωικού βράχους. Όμως οι Χριστιανοί κάτοικοι των Κουρεντοχωρίων δεν τους άφησαν. Εκδηλώνοντας την ευγνωμοσύνη τους χάρισαν σ’ αυτούς εκτάσεις γης για μόνιμη εγκατάσταση. Έτσι ιδρύθηκαν δυο χωριά το Πέρα Σούλι και το Σουλόπουλο, που χωρίζονται από τα γαλαζοπράσινα νερά του Καλαμά.

Ο Αλή Πασάς και η Ελληνική Επανάσταση του 1821

Από το 1788 κύριος στο εκτεταμένο πασαλίκι των Ιωαννίνων έγινε ο Αλή πασάς. Μνημονεύεται ότι την εποχή αυτή οι πρόκριτοι της Κρετσούνιστας Ντούπης και Κολοκύθας μιλούσαν μαζί του. Το γεγονός αυτό τονίζει τη σημασία του χωριού και ενδέχεται τότε να είχε κάποια καλή μεταχείριση από την πλευρά των αρχών σχετικά με άλλες περιοχές. Η Κρετσούνιστα τότε ήταν ιμπλιάκι – τσιφλίκι του Αλή Πασά.

Τα χρόνια που ακολούθησαν μετά την πτώση του Αλή Πασά ήταν δύσκολα για την Κρετσούνιστα, η βαριά φορολογία είχαν οδηγήσει τους κατοίκους στην εξαθλίωση. Οι μουχτάρηδες πήγαν προσωπικά στα Γιάννενα στον Γενικό Διοικητή Μεχμέτ Ρεσίτ πασά, το γνωστό Κιουταχή, για να εκθέσουν την κατάσταση και να διαμαρτυρηθούν. Ο Κιουταχής στις 11 Μαρτίου 1831 εξέδωσε μπουγιουρντί επαναφέροντας σε ισχύ το προηγούμενο καθεστώς. Έτσι οι ραγιάδες της Κρετσούνιστας θα έπρεπε να δίνουν κρασί και ρακή όσο και στον καιρό του Αλή πασά. Επίσης να καλλιεργούν ελιές, όπως παλιά και «να δίνουν ήμορο εις τα τρία ένα». Οπωσδήποτε η φορολογία πάλι ήταν υψηλή και η θέση των υπόδουλων δυσχερής.

Από τους γεροντότερους παραδίδεται ότι τη δύσκολη εποχή καλλιεργούνταν σιτάρι και η περιοχή του βουνού «Λειβάδια», αφού πρώτα είχε ξεχερσωθεί με επίπονες προσπάθειες. Στο μεταξύ στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος έρχεται ο νεαρός βασιλιάς Όθωνας. Την περίοδο αυτή πρώτος Κουρεντοχωρίτης στρατιώτης του ελληνικούς στρατού ήταν ο Κρετσουνιτσιώτης Κώστας Ντόντος.

Η επανάσταση του 1854

Διακαής πόθος των Ελλήνων ήταν και η απελευθέρωση των αλύτρωτων περιοχών, γι’ αυτό συχνά γίνονταν επαναστατικά κινήματα, η Κρετσούνιστα δεν υστέρησε στον αγώνα αυτό, πρώτη ύψωσε την σημαία της επανάστασης. Αρχηγοί των Κρετσουνιστιωτών ήταν ο Γιώργος Κουνάβης, ο Παντελής Λάππας και ο Ζήσης Αναγνωστόπουλος. Ο κύριος όγκος των επαναστατών κατέλαβε τις τρείς βασικές αναβάσεις του όρους Κασιδιάρη, για να εξασφαλίσουν τα γυναικόπαιδα που είχαν πιάσει τα υψώματα. Εναντίον των επαναστατών ο πασάς των Ιωαννίνων έστειλε τον Σουλειμάν Ταχήρη επικεφαλής δύο ταγμάτων Τουρκαλβανών. Η κύρια μάχη δόθηκε στη θέση Πουρνάρι (ή Μυρίντζος), πάνω από το Λάκκο Πάγκαλη, ανάμεσα στα χωριά Κρετσούνιστα, Σιούτιστα, Ιερομνήμη και Ράϊκο. Οι αμυνόμενοι πολέμησαν με αξιοθαύμαστη γενναιότητα και εμπόδισαν τον εισβολέα που επιχειρήσουμε ανάβαση στον Κασιδιάρη για σύλληψη και σφαγή των γυναικόπαιδων.

Η προφητεία του Κοσμά του Αιτωλού βρήκε αληθινή. Μόνα θύματα για τους Κρετσουνιστιώτες ήταν ένας με το όνομα Βαγγέλης και μια ηλικιωμένη γερόντισσα από την οικογένεια Πάσχου, που δεν μπόρεσε από το βάρος των χρόνων να ανέβει στο βουνό και σφάχτηκε από τους Τουρκαλβανούς μέσα στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής του Πύργου.

Μετά την καταστολή της επανάστασης οι Τούρκοι πίεζαν φορτικά τους προεστούς του χωριού να πληρώσουν όλα τα έξοδα της εκστρατείας του τουρκικού στρατού. Παροιμιώδες έμεινε η υπερήφανη απάντηση του πρόκριτου Σταύρου Σιαμούτα: «γράφω και ξεγράφω και υπογραφή δεν βάνω». Τελικά οι Τούρκοι αφού δεν κατόρθωσαν να το βάλουν να υπογράψει και να φορέσει φέσι σε ένδειξη υπακοής, ύστερα από πολλά βασανιστήρια τον κρέμασαν σε μια κουτσουπιά κοντά στον Άγιο Νικόλαο Τσιφλικίου.

Η επανάσταση του 1877-78

Σε ένα άλλο επαναστατικό κίνημα που έγινε κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου, συμμετείχαν και οι Κρετσουνιστιώτες Χριστόδουλος Κύρκος, Κ. Βέλλης, Παν. Λάππας και ο δάσκαλος Δημήτριος Πασχίδης. Συγκεκριμένα ο Χρ. Χριστοβασίλης, σε ηλικία 17 ετών, τους οδήγησε μαζί με πολλούς άνδρες από τα γύρω χωριά στο Λυκούρσιο κοντά στους Αγίους Σαράντα.

  • Αποσπάσματα από το βιβλίο «Το Δεσποτικό (Ίλιο-Κρετσούνιστα)», έκδοση της Αδελφότητας Δεσποτικού.

Ο Νίκος Κακαϊδής γεννήθηκε στο Δεσποτικό Ιωαννίνων. Σπούδασε στη Ζωσιμαία Σχολή και ακολούθως αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Από τα φοιτητικά του χρόνια ασχολήθηκε ενεργά με τα δημόσια πράγματα στις εφημερίδες Ηπειρωτικός Αγών Φως των Σπορ και Πανηπειρωτική. Υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις της Δημόσιας Εκπαίδευσης και διετέλεσε Γυμνασιάρχης του Πειραματικού Γυμνασίου της Ευαγγελικής Σχολής Ν. Σμύρνης.

Συνέγραψε πολλά βιβλία ιστορικού, λαογραφικού περιεχομένου.
Έχουν εκδοθεί τα ακόλουθα:
Το Δεσποτικό (Ίλιον – Κρετσούνιστα), Αθήνα, 1985
Η Κρετσούνιστα και οι άνθρωποί της στο έργο του Χρηστοβασίλη, Αθήνα 1987.
Η λαϊκή κατοικία και ο εξοπλισμός της, Αθήνα 1989.
Ελληνικά παραδοσιακά παραμύθια (σειρά 8 τόμων), εκδ. Παρασκευαδάκη, Αθήνα 1981.
Η Επανασύνδεση και άλλα διηγήματα, Αθήνα 1995.
Το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, Αθήνα 1996.
Το πανηγύρι του Π(η)ΛΟΎ, Αθήνα 1997.
Ρεββεκούλα, θεατρικό αφιερωμένο στο 1940, Αθήνα 2000.
Τα παραμύθια της Μεσογείου (σειρά 6 τόμων), εκδ. Παρασκευαδάκη, Αθήνα 2002.
Αριστέα Ηλιάδου, θεατρικό, Ν. Σμύρνη 2003.
Το Ηπειρώτικο Καλαντάρι, λαογραφικό, Αθήνα 2004.
Μολοσσικές προσεγγίσεις, Ιωάννινα 2006.

Add comment