Ο Ιούνιος, ο θερτής που λέμε στο χωριό

της Αντιγόνης Βρέλλη

Μας ήλθε ο Ιούνιος, ο θεριστής που λέμε στο χωριό. Γιατί είναι ο μήνας που οι γεωργοί θερίζουν τα σιτάρια και είναι καιρός πλέον να δρέψουν τους καρπούς των κόπων τους. Εννέα μήνες (από τον Οκτώβριο τον Σποριά) μέσα στην κοιλιά της μάνας γης το σιτάρι μούλιασε μέσα στην υγρασία, φύτρωσε δέχτηκε όλες τις ιδιοτροπίες της φύσης αλλά άντεξε.

Πρασίνισε, ομόρφυνε το χωράφι, ο καρπός μέστωσε, τα στάχια χρυσίζουν κι όπου να ναι θ΄ αρχίσει η ιεροτελεστία του θερίσματος. Όμορφες εικόνες να βλέπεις τους θεριστάδες με το δρεπάνι στο χέρι να χεριάζουν τα στάχυα να τα κόβουν και να τα κάμουν χειρόβολα. Έπειτα να τα σωριάζουν στην άκρη να τα κάμουν δεμάτια και να είναι έτοιμα πλέον να τα φορτώσουν στα ζώα και να τα αποθέσουν στην καλύβα ώσπου να έλθει η ώρα του αλωνίσματος. Από νωρίς το πρωί οι νοικοκυραίοι φόρτωναν τα κατάλληλα σύνεργα στα ζώα, το φαγητό και το νερό στα φτσέλια, για όλη την ημέρα γιατί εκεί κοντά δεν υπήρχαν βρύσες.

Οι γυναίκες με τα μαντήλια στο κεφάλι, οι πιο ηλικιωμένες μαύρο μαντήλι και μια σκιάδα από πάνω (ψάθινο καπέλο) για τον ήλιο. Οι νεώτερες με άσπρα μαντήλια με δαντέλα πλεγμένη γύρω γύρω και χάντρες, που όπως πλαισίωναν το πρόσωπο και το λαιμό, έκαμαν ακόμα πιο όμορφα τα νεανικά πρόσωπα. Κι από πάνω φυσικά η σκιάδα. Τα φορέματα μακρυά με μακρυά μανίκια επίσης και κάλτσες χοντρές για να μη γδέρνονται χέρια και πόδια από τις καλαμιές και τ’ αγκάθια.

Ο θέρος είναι κοπιαστική δουλειά αλλά και ευχάριστη ιδίως, όταν ο καρπός είναι πολύς και γερός, ικανοποιείται ο γεωργός και ξεχνάει τον κόπο μπρός στην πλούσια σοδιά. Από αυτή τη σοδιά άλλη θα κρατήσει για το ψωμί της χρονιάς κι άλλη θα πουλήσει για να καλύψει τις ανάγκες του λαδιού και γενικά όλων των τροφίμων και άλλων απαραίτητων αναγκών της οικογένειας.

Πάντοτε τους καλοκαιρινούς μήνες μετά τη συγκομιδή του σταριού και του καλαμποκιού ένα σωρό κινητά επαγγέλματα έκαμαν την εμφάνισή τους. Περνούσαν οι λαδάδες από τη Θεσπρωτία με ασκιά λάδι φορτωμένα στα ζώα, έδιναν λάδι και έπαιρναν σιτάρι ή καλαμπόκι, είδος με είδος. Επίσης οι χαλκοματάδες (ή καλαϊτζίδες) κι αυτοί Θεσπρωτοί ως επί το πλείστον όπως τους έλεγαν στο χωριό οι Τσιάμιδες, που καλάϊζαν τα χαλκώματα του σπιτιού. Μια μερα η αυλή γέμιζε κατσαρόλες, ταψιά, σαγάνια, κακάβια κι όλα γίνονταν καινούργια.

Επίσης οι σαμαράδες διόρθωναν τα σαμάρια που είχαν χαλάσει από τη χρήση, οι πεταλωτήδες, που πετάλωναν τα χοντρά ζώα, άλογα, γαϊδούρια, μουλάρια. Οι μπαλωματίδες που μπάλωναν τα παπούτσια και τα τσαρούχια όλης της οικογένειας. Αυτοί ήσαν όλοι με το μεροκάματο τους τάιζαν κι όταν τελείωναν τη δουλειά τους η ανταμοιβή ήταν είδος με είδος. Σε αυτές τις συναλλαγές τα χρήματα δεν εμφανίζονταν.

Τα χρήματα εμφανίζονταν στα μπακάλικα που ήσαν δύο. Ένα του Μπάρμπα-Βασίλη Κακαϊδή στο μεσοχώρι κι ένα της Αγγελικής Μακοπούλου στον Πύργο. Αυτοί εφοδιάζουν τα μαγαζιά τους με ψιλικά, ρετσίνα (είδος υφάσματος) που έκαμαν τα πρόχειρα φορέματα οι γυναίκες μόνες τους και ποδιές για τις δουλειές.

Επίσης στα μαγαζιά κατέβαιναν οι άντρες για να παίξουν κολτσίνα. να πιούν κανένα ποτηράκι ρακί και να μάθουν κανένα νέο. Οι γυναίκες γυρίζοντας από το θέρο είχαν άλλες δουλειές στο σπίτι. Μαγείρεμα, ζύμωμα, να συγυρίσουν τα ζώα και να τα ταΐσουν και να προετοιμάσουν για την επόμενη μέρα.

Ο θερισμός κρατούσε μέρες γιατί τα χωράφια ήσαν πολλά και σε διάφορες τοποθεσίες, όπως στα Τώλιουρα που ήταν μέσα στο χωριό, στις Ψευδές, στο Ζαμνίκα, Σουγδουρή κ.α. Στο θέρο και στο αλώνισμα βοηθούσαν και συγγενείς και γείτονες κι έτσι οι δουλειές τελείωναν πιο γρήγορα και γίνονταν με κέφι. Όταν σ΄ όλο το χωριό τελείωνε ο θέρος τότε άρχιζε το αλώνισμα. Αλώνια ήταν λίγα αλλά κάθε μαχαλάς θα είχε και ένα αλώνι. Έτσι έπαιρναν όλοι τη σειρά τους και κάθε μέρα σχεδόν όλον τον Ιούλιο (τον Αλωνάρη) και πολλές φορές και τον Αύγουστο, θα άκουγες τους δάρτες στα αλώνια γκαπ-γκουπ και τα γέλια τις ώρες που κάθονταν κάτω απ΄ την καρυδιά ή τη γκορτσιά να ξεκουραστούν και να πάρουν το κολατσιό ή να μεσημεριάσουν.

Το απόγευμα που φυσούσε άρχιζε το λύχνισμα, καθάριζαν τα άχυρα και τη χνούμη, κι έτσι κίτρινος, σπυρωτός, ο καρπός χρύσιζε στη μέση στο αλώνι. Μετά τον έβαζαν στα σακιά και ένα-ένα τα ζύγιζαν στο καντάρι να ιδούν τι απόδοση είχε το κάθε αλώνι. Έπειτα φόρτωναν τα σακιά στα ζώα, αν ήταν τα σπίτια μακρυά ή στην πλάτη αν ήταν κοντά.