Γράφει η Αντιγόνη Βρέλλη

Έθιμα του λαού μας για τις Άγιες ημέρες του ΠΑΣΧΑ

Λαμπρή ονόμασε ο λαός μας το Πάσχα και αυτή εγκωμιάζουν οι εκκλησιαστικοί  μας ύμνοι.

«Αυτή η κλητή και αγία ημέρα Εορτών εορτή και πανήγυρις πανηγύρεων». 

Οι  Έλληνες ανέκαθεν έδωσαν το προβάδισμα στην εορτή του Πάσχα, ενώ οι Ευρωπαίοι εορτάζουν πιο πολύ τη γιορτή των Χριστουγέννων. Η προετοιμασία για την ημέρα του Πάσχα, αρχίζει από την Καθαρά εβδομάδα που εισερχόμεθα στη Σαρακοστή. Με τη νηστεία, (μια μικρή θυσία εγκράτειας), μας δίνεται η ευκαιρία να προετοιμάσουμε τον εαυτό μας πνευματικά για τη μεγάλη ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού. Προς τούτο, θα βοηθήσουν οι λειτουργίες των Προηγιασμένων, τα εγκώμια ύμνοι προς την Θεοτόκο, κάθε Παρασκευή που πραγματικά μας συνεπαίρνουν τις ημέρες αυτές, καθώς και οι κατανυκτικοί εσπερινοί, κάθε Κυριακή, ως την Κυριακή των Βαΐων, που θα ξεχυθεί ο κόσμος και θα πλημμυρίσουν οι εκκλησίες, για να πάρουν ένα κλωνάρι Βάϊα, να το φυλάξουν στο εικονοστάσι, φυλακτό για όλο το χρόνο. Αυτό γίνεται εις ανάμνηση της υποδοχής του Χριστού εις Ιεροσόλυμα από τους πιστούς.

Βάϊα σημαίνει κλάδος. Την παραμονή των Βαΐων, η εκκλησία μας εορτάζει την Ανάσταση του Λαζάρου. Κατά την ημέρα αυτή, υπάρχει έθιμο σε όλη την Ελλάδα, τα παιδιά, τα Λαζαράκια όπως τα λένε, να γυρίζουν από πόρτα, σε πόρτα και να τραγουδάνε τα πάθη του Λαζάρου και του Χριστού συγχρόνως. Τα παιδιά χωρίζονταν σε συντροφιές. Ο αρχηγός της συντροφιάς κρατούσε ένα κονταρόξυλο, πάνω στο οποίο ήταν στερεωμένη μια σανίδα τετράγωνη, στις άκρες της οποίας είχαν κρεμασμένα κουδούνια μπρούτζινα και στολισμένη με κλώνους δάφνης. Επίσης ένας της παρέας κρατούσε καλαθάκι στολισμένο με λουλούδια και δάφνη για να βάζουν μέσα τα φιλοδωρήματα. Σε κάθε πόρτα που πήγαιναν, ο αρχηγός που κρατούσε τη σανίδα με τα κουδούνια, τη στήριζε με το κονταρόξυλο στη γη και την κουνούσε στο ρυθμό που έλεγαν το τραγούδι, τα οποίο ακούγονταν σαν μοιρολόι. Παράλληλα με τα τραγούδια του Λάζαρη ακούγονταν κι άλλα στα διάφορα σπίτια, όπως π.χ. εάν είχαν μωρό, ξενιτεμένο, νιόπαντρα ζευγάρια, στο σπίτι του παπά, σε καθένα από αυτά έλεγαν διαφορετικά λόγια.

Όταν στο σπίτι υπήρχε
νεογέννητο παιδί λέγονταν
το εξής τραγούδι:

Μωρέ μικρούτσικε
και γαϊτανοζωσμένε, 
όταν σε γένναε η μάνα σου
και σε καρδοπονούσε,
εγώ στη θύρα καθόμουν
κι έκανα το σταυρό μου.

Κύριε, να γίνεις βασιλιάς,
κύριε να γίνεις ρήγας, 
να γίνεις κι αρχοντόπουλο
με το πολύ τ΄ ασήμι

Σι λούζουν, σε χτενίζουνε,
στο δάσκαλο σε στέλλουν, 
σε καρτερεί ο δάσκαλος
σε μια βέργα ασημένια,
σε καρτερεί η δασκάλισσα
με δυό κλωνάρια μόσχο.

Στο σπίτι του παπά:

Για σήκου, σήκου Δέσποτα
και μη βαριοκοιμάσαι 

οι εκκλησιές εσήμαναν,
τα μοναστήρια ψέλνουν, 

ψέλνουν το άγιος ο Θεός
και την τιμιωτέρα

και η δική σου εκκλησιά,
δεν ψέλνει, δε σημαίνει.

Σηκωσ΄τα μαθητούργια σου,
να παν να την ανοίξουν

Να πάει κι η αγιοσύνη του
ν΄ ανοίξει το βαγγέλιο, 

Να πει τα πάθη του Χριστού,
τα πάθη του Λαζάρου.

Στα νιόπαντρα ζευγάρια:

Σε τούτ΄τα σπίτια τα ψηλά,
τα μαρμαροχτισμένα,

 εδώ κοιμούνται νιόγαμπρα
και νιοστεφανωμένα, 

που τα στεφάνωσ΄ ο Χριστός
με το δεξί το χέρι, 

με το δεξί με το ζερβί,
με το μαλαματένιο.

 

Στο σπίτι που είχαν ξενιτεμένους:

Εδώ ΄χουν τον πολίτη μας
πολύ μακριά στα ξένα.

Να πάει καλά, να ρθεί καλά,
να ρθεί καζαντισμένος, 

Να φέρει άλογο καλό,
με την καλή τη σέλα,

Να φέρει και στην τσέπη του
αμέτρητους παράδες, 

Να φέρει στη γυναίκα του
παπούτσια με το ράμμα.

«Καλόν και τ΄ άγιος ο Θεός»

Καλόν και τ’ άγιος ο Θεός,
καλόν και να τα πούμε.

Όποιος το λέει χαίρεται
κι όποιος τ΄ ακούει αγιάζει

Κι όποιος το καλοφουγκραστεί,
παράδεισο θα λάβει

Παράδεισο και λειτουργιά, 
από το Μοναστήρι.

Εκεί άγγελοι λειτουργούν 
κι Απόστολοι ψέλνουν.

Ψέλνουν και τα΄άγιος ο Θεός
και την τιμιωτέρα

Κάτω στα Ιεροσόλυμα και
στου Χριστού τον Τάφο

Εκεί δέντρο δεν ήτανε, 
δέντρο εφανερώθη

Ο δέντρος ήταν ο Χριστός
κι η ρίζα η Παναγία

Και αυτά τα φύλλα πο’ πεφταν
ήταν οι Μαρτυραίοι

Που μαρτυρούσαν κι έλεγαν
τα του Χριστού τα Πάθη.

Μετά τις πένθιμες ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας μέχρι τη Μ. Παρασκευή το βράδυ, το Μ. Σάββατο ξημερώνει μια τελείως διαφορετική ημέρα. Οι καμπάνες κτυπούν χαρμόσυνα, η εκκλησία παίρνει εορταστική όψη. Κορδέλες άσπρες και κόκκινες, στολίζουν τους πολυελαίους και τις εικόνες κι οι ιερείς φορούν χρυσά και λευκά άμφια. Τα πρόσωπα των ανθρώπων φωτίζονται.

 Όλοι τρέχουν  να ετοιμαστούν για τη μεγάλη ώρα της Αναστάσεως.

Αναστάσεως ημέρα λαμπρινθώμεν λαοί. Πάσχα Κυρίου Πάσχα. 

Το βράδυ όλοι με την άσπρη λαμπάδα και τα καινούργια ρούχα, τα λαμπριάτικα, θα κατακλύσουν τις εκκλησίες για να ακούσουν το

«Σήμερον πάσα κτήσις αγάλεται και χαίρει, ότι Χριστός Ανέστη». 

Γέλια, χαρά ευχές, χαρά και αγαλίαση, οι καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα, Χριστός Ανέστη, φωνάζει ο ιερεύς κι απολογών τα χείλη Αληθώς Ανέστη.

Το ψητό αρνί, η μαγειρίτσα και τα κόκκινα αυγά περιμένουν στο Πασχαλινό τραπέζι. Η φύση έξω οργιάζει από ομορφιά και καλεί όλους να τρέξουν και να κυλιστούν στα πολύχρωμα χαλιά που τους έχει στρώσει. Τα πουλιά στήσαν συναυλία στις φυλλωσιές των δένδρων κι ο ήλιος στέλνει ζεστά τα φιλιά του και τ’ ανάλαφρο αεράκι τους καλεί έξω στην εξοχή μακριά απ΄ το νέφος της πόλης. Χριστούγεννα στο σπίτι σου και Πάσχα στην ύπαιθρο ή στο χωριό σου, λέει η παροιμία.