του αειμνήστου Γρηγόρη Μάνθου Μηλιώνη

Κάθε χρόνο στις 21 Φεβρουαρίου γιορτάζουμε το πάρσιμο των θρυλικών Γιαννίνων. Κοντά στο Στρατό τον Ελληνικό πολέμησαν παλληκαρίσια κι’ αντάρτες του Ηπειρωτικού Κομιτάτου, που ανάμεσά τους ήταν πολλοί απ’ τα χωριά του Κασιδιάρη, με πρώτο και καλύτερο τον καπετάνιο Σπύρο Μήτση από την Γερομνήμη, τον επωνομαζόμενο Καπετάν Κρομμύδα. Γι’ αυτό το παλληκάρι έγραψε πολλά ο μακαρίτης και σεβαστός δάσκαλος Γεώργιος Μάνος, αλλά υπάρχουν κι’ άλλες λεπτομέρειες που μολογάει ο θρύλος πούφτιαξε ο κόσμος των χωριών μας.

Άκουγα γι’ αυτόν πολλά σαν ήμουνα μικρός, δεν τα θυμάμαι καλά γιατί δεν ήξερα να τα κρατήσω. Όταν ήμουν όμως στρατιώτης, εδώ και αρκετά χρόνια, αδειούχος στο χωριό, έψαξα επίτηδες και ρώτησα να βρώ πηγές. 

Πήγα στο Δεσποτικό, στο σπίτι της θειάς Κωστάντως. 

“Αυτή ξέρει πολλά!…” Έτσι μου είπαν.

Η Κάκω Κωστάντω κάθονταν στου Τζέφρη…, δηλαδή στα πρώτα σπίτια του έμπα της Κρετσούνιστας απ’ την Κοσόλιανη. Την βρήκα, που λέτε, μοναχή. Φορούσε το σεγκούνι, στεκόταν ορθή και τσάκιζε απόκλαρα. Γνωριστήκαμε….Της είπα πούθ’ ήμουν και τι γύρευα. Κάτσαμε τότε κι’ άρχισε:

<<Το Σπύρο γεμ’ τον είχα συγγενή…..Νά, πιό πέρα κεί για ήταν το σπίτι του…..πανήδρομα….το γλέπ’ς; Αυτό το ρημάδι πού’ ναι λιθοσώρι. Στα χρόνια τα Τούρκικα πούταν αντάρτ’ς ένα βράδυ ήμαν κι’ εγώ κεί μέσα. Θμάμαι σαν τώραγια είχαμαν πέτο μαγειρεμένο με κοφτό. Κοιμηθήκαμαν. Εγώ όμως δεν έκλεισα ματ…κι’ όταν κοιμήθκα λίγο όλο είνορα. Ταχυά σκώθκα ήπια καφέ κριθαρίσιο και τον φώναξα και ξύπνησε και κείνος. Σπύρο τούπαγώ….Δεν σ’ έγλεπα καλά απόψε. Έπινες ρακί και σε ζώσαν Τούρκοι να σι πιάκουν. Μούκρινε:

—-Μωρ’ ζουρλή, θάσουν ξεσκέπαστη……και μ’ είδες.

Βγαίνω όξω, τράω, τι να δώ. Τούρκοι στ’ αλήθεια σκυφτά-σκυφτά ερχόταν κατ΄απάνω. Λαχτάρσα…..Μπήκα μέσα τ’ φώναξα: Σπύρο…φύγε, πλάκωσαν Τούρκοι, φύγε, θα σε πιάκουν…..Σαν το σκυλί άρπαξε το τφέκι, τρία φσιέκα πούταν στ’σκαλοφρύδα, έβαλε τα τσαρούχια, πατίκια και λάκισε απ’ την θυροπούλα. Τρία φσέκια πήρι μοναχά….το ροβόλι και τ’ αρμάθα τ’ άφσι στο κατώϊ, δεν πρόφτακε. Σγκριμπά-σγκτιμπά κόλσι για το βνό.Τα πουρνάρια τα γλέπ’ς τώρα μεγάλα γιέμ ήταν τότες μικρά…ντούφες. Έναν ΄’ανθρωπο δεν τον σκέπαζαν. Δεν μπουρούσαν να τον κρύψουν! Παησε κι’ έκακε κείνο το λδάρ![Μου το έδειξε]. Αυτά τα ζαγάρια τον κατάλαβαν κι’ έριχναν.Ύστερα τον έχασαν….Ψάχναν μέσα σ’στούφες. Ένας τσιαούσ’ς με δυό άλλους πήραν το μονοπάτ πούβγινε στο λ’θάρ π’ γλέπς. Πίσω πάηναν ακόμα δυό, φτάκαν κοντά, τον κατάλαβι ο τσαούσ’ς. Τον ήξιρε. Σπύρο, τ’ φώναξε στα Ελληνικά, παραδώσ’ δε θα σι χαλάσουμε. Τ’ απολοήθκε δυνατά, <<Φύγε τσαούσ’ς σ’ έχει η μάνας μοναχό σαν κι’ εμένα….

—–Πού τάκουσες Κάκω Κωστάντω;

Κρύφτα πίσου απ’ τ’ θημονιά τάβλεπα και τ’ αφκράζουμαν. Το λόγο δεν τον απόσουσι γιέμ και τούρξε μπαταριά. Μ’ ένα φσέκ….στον τόπο κι’ οι τρείς γιέμ!…..

—-Τα παραλές, κάκω Κωστάντω.

Αλήθεια γιέμ, ο΄πους πάαιναν στο μονοπάτ ένας πίσω στον άλλο με το ρίξιμο τ’ φεκιού έπισαν κι’ οι τρείς. Βαρέθκαν. Αρέντιψαν άλλ να τσκώσουν βάρισαν τρουμπέτες [σάλπιγκες] μαζεύκαν τσ’ πήραν….τσ’ κατέβασαν στο χωριό. Έλιγαν είναι λαβωμέν. Στα χαμένα. Στον τόπο ήταν.

Ο Σπύρος πλές δεν έφκε. Μούλουσι πίσω απ το λθάρ σ’ντούφες με το χερ στο σκαντάλ. Εγώ τι να κάνου η μαύρ σάν είδα κι’ έφκαν οι Τούρκ και κατέβκαν στο χωριό….έμναν και καμπόσ εδώ σ’Τζέφρ πήρα τν’ αρμάθα με τα φσιέκια απ’ το κατώϊ, έβαλα στ’ μέση κάτω απ’ το σιγκούν το ροβόλι, πήρα το τσικούρ, το γουμάρ κι πάησα σιαπάνω για να κόψου ντούφες. Στα χαμένα βλαστάρμ. Πάησα κουντά κι’ τπέταξα το ροβόλ και τ’ αρμάθα, τα πήρε μπουσλόντας και κόλσι στο βνό.

—Τώρα θειά Κωστάντω, της είπα γώ, τα παρα λές. Σιούτες!

Έτσ’ είνι γιόκαμ π’ στα λέου, οι Τούρκοι δεν μοι κατάλαβαν, ήταν μπουταλάδες. Ύστιρους πλές. Αν ήταν μιά ώρα ‘κόμα μέραμπορεί να τον έπιανανθαρώ. Αλλά θόλουσε.

—Τι απόγινε θειά;

Ά…οι Τούρκ κατέβηκαν στο χωριό. Έπιακαν τσ’ άντρις τα κούσιαλα, οι άλλοι κρύφκανκι τ’ σκότουσαν στο ξύλο. Τ’ νύχτα μοιράστκαν κονάκια στο χωριό. Κάτω απ΄τ’ Αυγεράτικα στ’ Αυγέρ το σπίτ κόνεψαν καμιά’κοσιαριά γιατ’ είχι μεγάλου σπίτ.

—-Κι’ ο Κρομμύδας Κάκω; Τι απόγινε;

Αυτός ο δαίμονας δεν φτάν που γλύτουσι γύρσετ’ νύχτα στο χωριό κι’ έστλι άνθρωπο στο μπαταλιό να πάρ ένα ντινικέ πετρόλαδο να τσ’ κάψ μέσα στο σπίτι τ’ Αυγέρ. Εκεί γλέπ’ς ήταν πολλοί Τούρκ π’ κοιμόταν. Να τον έγλιπις παιδίμ ζλάπ ανήμερο. Είδαν κι’΄έπαθαν όσ τον είδαν να τον μποδίσουν. Φύγι τούπαν θα μας κάψουν ύστιρα το χωριό, θα μας φονέψουν όλους. Τρόμαξαν να τον κάνουν ν’ αλλάξ γνώμ. Θμάμαι πούλεγαν π’ άφτιζι σαν το σκλί να τ’ κάψ. Όταν αρέντιβι τ’ σχίστι το παντελό στον κ……από τ’ ντούφες αλλ’ αυτός χαμπάρ σεν έδονε. Ναί γιέμ τέτοιος παληκαράς ήταν ο Σπύρος. Οι Τούρκ τον άκουγαν κι τουν έτριμαν. Είχα όμους ένα παράπουνο γι’ αυτόν, δεν πήρι καλή γυναίκα. Όταν τούπαν για δαύτην απολουήθκε. “Ένας Θεός είναι μόνο άφταιγος”.

Το παραπάνω είναι ένα επεισόδιο μόνον της ζωής τ’ άξιου Γερομάτη που δείχνει το παράτολμον της ψυχής του γιατί όπως ακριβώς είπε κ’η μακαρίτισσα η θειά Κωστάντω της Κρετσούνιστας, δεν έφθασε που γλύτωσε, αλλά γύρισε μοναχός, χωρίς παλληκάρια, να τους κάψη! Κι’ όμως το παλληκάρι αυτό αν δεν το έβγαζε από την αφάνεια ο αξέχαστος μπάρμπα Γιώργος θα ήταν άγνωστος έξω απ’ τα χωριά μας στους πολλούς, Στα Κουρεντοχώρια όμως και τα Κρομμυδοχώρια πάντα ο θρύλος του παραμένει νέος έφ’ όσον υπάρχουν παληοί και “μολογούν”!

Αείμνηστος Γρηγόρης Μάνθου Μηλιώνης

  • Πηγή: Παλμός Αετόπετρας, Φεβρουάριος 1973.
  • Φωτο: https://www.mixanitouxronou.gr/ta-ellinika-kanonia-sfyrokopoyn-tis-toyrkikes-theseis-sto-mpizani-spanio-film-me-tin-apeleytherosi-ton-ioanninon-to-1913/